- ξεμασκαρεύω
- μετ. разоблачать, изобличать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμασκαρεύω — αποκαλύπτω τους κρυφούς σκοπούς κάποιου ή την υποκρισία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μασκαρεύω] … Dictionary of Greek